ελληνικά λεξικό: Κ: κτίριο

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Κ: κτίριο

Κ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κτίριο

Αυτός ο άνθρωπος είναι γενναίος. Έτρεξε μέσα στο κτίριο που καιγόταν για να σώσει αυτήν την γυναίκα.

Ένα πολυκατάστημα διεθέτει πολλά καταστήματα που όλα βρίσκονται σε ένα κτίριο.

soundκτίριοκτίριο