ελληνικά λεξικό: Κ: κάνει

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Κ: κάνει

Κ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κάνει

Αυτό το σπίτι είναι άσχημο. Κάνει όλη την γειτονιά να φαίνεται άσχημη.

Η Μαρία είναι απρόσεκτη. Κάνει πολλά λάθη στην δουλειά της.