ελληνικά λεξικό: Δ: δουλεύει

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Δ: δουλεύει

Δ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δουλεύει

Η Μαρίνα δουλεύει σε ένα εργοστάσιο. Το εργοστάσιο κατασκευάζει παιγνίδια.

Η Μαρία νιώθει πάντα κουρασμένη επειδή δουλεύει πάρα πολύ.

Ο Γιώργος δουλεύει από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 7:00 μ.μ.