ελληνικά λεξικό: Σ: στεναχωρημένη

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Σ: στεναχωρημένη

Σ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στεναχωρημένη

Η Έμιλη είναι στεναχωρημένη επειδή η γιαγιά της απεβίωσε.