ελληνικά λεξικό: Π: πάω

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Π: πάω

Π: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πάω

Έχω συναρπακτικά νέα! Πάω στην Ιαπωνία!

Δεν μπορώ να πάω να παρακολουθήσω την ταινία. Δεν έχω αρκετά χρήματα.

Εάν ο καιρός είναι καλός αύριο, θα πάω για μια βόλτα.