ελληνικά λεξικό: Μ: μόνο

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Μ: μόνο

Μ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μόνο

Η Μαρία απέτυχε σε αυτήν την εξέταση. Βρήκε 8 ερωτήσεις λάθος και μόνο 2 σωστές.

Η Κατερίνα σπάνια πάει στον κινηματογράφο. Προτιμάει να διαβάζει. Έχει πάει στον κινηματογράφο μόνο μια φορά

Το γεύμα ήταν πολύ φθηνό, ήταν μόνο $5 για δύο άτομα.