ελληνικά λεξικό: Π: περπάτώντας

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Π: περπάτώντας

Π: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

περπάτώντας

Ο Παύλος περπατάει στην δουλειά κάπου κάπου, αλλά συνήθως οδηγάει. Αυτό τον μήνα πήγε δουλειά περπατώντας.