ελληνικά λεξικό: Μ: μωρό

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Μ: μωρό

Μ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μωρό

Το μωρό αναγνωρίζει την φωνή της μητέρας του.

Το μωρό δεν είναι υγιές. Αρρωστάει συχνά με κρυολόγηματα.

Το μωρό είναι χαριτωμένο; όλοι σταματάνε και του χαμογελάνε.

soundΜωρόμωρό